- ουσιαστικοποίηση
- ηη χρήση ενός τύπου μετοχής, απαρεμφάτου, επιθέτου ή αντωνυμίας ως ουσιαστικού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικό + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
κέπφος — ο (Α κέπφος) είδος θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ κέπφος, αἴθνια», Αριστοτ.) αρχ. ελαφρόμυαλος άνθρωπος, ανόητος άνθρωπος («οὐ γὰρ προσήκει… … Dictionary of Greek
πόσις — εως, και ποιητ. τ. πόσσις, ιος, ὁ, Α 1. ο σύζυγος 2. ο νόμιμος σύζυγος σε διάκριση από τον μη νόμιμο 3. φρ. «κρυπτός σύζυγος» ο παράνομος σύζυγος, ο εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόσις (< *πότις, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι ) ανάγεται σε… … Dictionary of Greek
σουπίνο — το, Ν γραμμ. ονοματικός ρηματικός τύπος τής λατινικής γλώσσας ο οποίος δηλώνει σκοπό και αναφορά και προήλθε με ουσιαστικοποίηση τού ουδέτερου γένους τού επιθέτου supinus, a, um, που σημαίνει ύπτιος, πλάγιος, επικλινής, και για τον λόγο αυτόν… … Dictionary of Greek